-
1 ὀρθόω
ὀρθόω, 1) grade in die Höhe richten, aufrichten; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρϑωσεν Ἀπόλλων, Il. 7, 272; emporrichten, ὀρϑωϑεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρϑωϑείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρϑοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρϑοῦσϑαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρϑοῦϑ' ὁ τλήμων ὀρϑὸς ἐξ ὀρϑῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρϑοῦτε κάρα, Eur. Hipp. 198; πρόςωπον, Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρϑώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; αὐτοῦ ὀρϑώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρϑώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει ϑ' ἧμιν ὀρϑῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von ὄλλυμι, O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρϑώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρϑώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρϑοῖ πᾶν τὸ σῶμα, Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρϑοῦσϑαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; σῶμα ὀρϑούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, einsetzen, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρϑῶσαι βρέτας, Eur. Phoen. 1256; ἔρυμα, errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρϑοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρϑωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρϑωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρϑοῠται λόγος, ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρϑωϑῇ βέλος, Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρϑοῦσϑαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρϑοῖτ' ἂν ὁ λόγος, so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρϑοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie κατορϑόω, πάλιν ὠρϑώϑη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρϑούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρϑωϑῇ, Her. 1, 208.
См. также в других словарях:
ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… … Dictionary of Greek